- νεοσσεύω
- νεοττεύω μετ. высиживать (птенцов)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
νενεοσσευμένα — νεοσσεύω hatch perf part mp neut nom/voc/acc pl νενεοσσευμένᾱ , νεοσσεύω hatch perf part mp fem nom/voc/acc dual νενεοσσευμένᾱ , νεοσσεύω hatch perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττευσάντων — νεοσσεύω hatch aor part act masc/neut gen pl νεοσσεύω hatch aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττευόντων — νεοσσεύω hatch pres part act masc/neut gen pl νεοσσεύω hatch pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττεύει — νεοσσεύω hatch pres ind mp 2nd sg νεοσσεύω hatch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττεύοντα — νεοσσεύω hatch pres part act neut nom/voc/acc pl νεοσσεύω hatch pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττεύουσι — νεοσσεύω hatch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νεοσσεύω hatch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττεύουσιν — νεοσσεύω hatch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) νεοσσεύω hatch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττεύσεις — νεοσσεύω hatch aor subj act 2nd sg (epic) νεοσσεύω hatch fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσσεύων — νεοσσεύω hatch pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττεῦσαι — νεοσσεύω hatch aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)